Του Χρήστου Ζιώγα
Διατύπωσε ο Albert Einstein τη θέση ότι: εφ’ όσον προσδιοριστεί ένα πρόβλημα, τότε κατά το ήμισυ είναι λυμένο. Είναι γεγονός πως οι ευθύγραμμες αναγωγές των επιτευγμάτων των φυσικών επιστημών στις κοινωνικές και πολιτικές αποτέλεσε φιλοδοξία τόσο της νεωτερικότητας εν γενει, όσο και της κυρίαρχης θετικιστικής προσέγγισης, αποσκοπώντας πέραν των μεθοδολογικών ομογενοποιήσεων των επιστημονικών πεδίων και στην επίλυση κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων. Συμφώνα πάλι με τον κορυφαίο επιστήμονα του 20ου αιώνα, ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αυτός που εμποδίζει την εφαρμογή των κατακτήσεων της επιστήμης, έτσι ώστε να διευθετηθούν σε μονιμότερη βάση τα διαχρονικά προβλήματα της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Το 2021 αθροίζονται 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Στην συμπλήρωση της δισεκατοντήριδας από την Επανάσταση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σύνθετες ενδογενείς και εξωγενείς κρίσεις, οι οποίες αφορούν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική σφαίρα. Η δύσκολη συγκυρία προέκυψε ως η μακροχρόνια διαδικασία συνάθροισης παλαιότερων και νεότερων παθογενειών, οι οποίες συν τω χρόνω υπονόμευσαν την συντελεσθείσα πρόοδο, δημιουργώντας συνθήκες ιστορικού αδιεξόδου για τον ελληνισμό. Η προηγούμενη δεκαετία στιγματίστηκε από τη δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας, η οποία λόγω της συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη νομισματική ζώνη του ευρώ απετράπη η τυπική της εκδήλωση, φανερώνοντας μια σειρά δομικών προβλημάτων κάποια από τα οποία αφορούν το ελληνικό κράτος εκ συστάσεως. (Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα, 1991, σελ.9-47)
Ο ελληνισμός ως τρόπος πραγμάτωσης του ανθρώπινου βίου διακριτός άρχισε να συγκροτείτε κατά την αρχαιότητα και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία με χαρακτηριστικές συνέχειες, γλωσσικές και πολιτισμικές αλλά και έντονες διακυμάνσεις και διαφοροποιήσεις, πολιτικές και θεολογικές, όπου όμως διαχρονικός και πολύτοκος απολήγει μέχρι τις μέρες μας. Ο ελληνισμός ως κοσμοσύστημα (Γιώργος Κοντογιώργης, Το ελληνικό Κοσμοσύστημα, Τόμος Α΄ και Β΄, Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2006 και 2014) προϋπήρχε της εμφάνισης του κράτους, κατορθώνοντας μάλιστα να επιβιώνει για μεγάλες χρονικές περιόδους της ιστορίας μη όντας πολιτικά κυρίαρχος.
Στη νέα εποχή, που ιστορικά ορίζεται με το τέλος των μέσων χρόνων, το κράτος αποτέλεσε τον τρόπο που συγκροτήθηκαν θεσμικά οι κοινωνίες, αρχικά στον ευρωπαϊκό χώρο και σταδιακά σε πλανητικό επίπεδο. Ο ελληνισμός, διαβιώντας σε κοινότητες στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, και κατά το πλείστον εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξίωσε στις αρχές του 19ου αιώνα την πολιτική του ανεξαρτησία. Η τελική έκβαση της Επανάστασης του 1821 επέφερε το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά όχι την ανάδειξη ενός νέου πολιτικού υποκειμένου που με άξονα τον ελληνισμό θα αναβίωνε, προσαρμοσμένο στις συνθήκες της εποχής, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. (Γιώργος Κοντογίωργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος – Δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021, Ποιότητα, Αθήνα, 2021, σελ 95-8) Αντ’ αυτού προέκυψε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πληθυσμών βρίσκονταν εκτός των συνόρων του. Για την εγκαθίδρυσή του ακολουθήθηκε το δυτικό πρότυπο επιδιώκοντας να οικοδομήσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ως προς την ευόδωση του εν λόγω σχεδίου συντελέστηκαν θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμένες εκ των οποίων αλλοτριώσαν ορισμένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιοσυστασίας και έμειναν ανεφάρμοστα τα τρία επαναστατικά συντάγματα. Επίσης, εκείνη την περίοδο μεταξύ του 1821 και του 1830, όταν εν τέλει αναγνωρίζεται από την ευρωπαϊκή τάξη ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, προσδιορίστηκαν οι φορείς εξάρτησής του από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. (Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος – Δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021, ό.π., σελ. 161-70)
Η αξίωση ενσωμάτωσης των εκτός συνόρων ελληνικών πληθυσμών γέννησε τη «Μεγάλη ιδέα». Στην αρχική της φάση κατόρθωσε να επεκτείνει τα γεωγραφικά όρια του νεοσύστατου κράτους, με αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-3, και τερματίστηκε με τραγικό τρόπο το 1922 στην Μικρά Ασία. Η γεωγραφική επέκταση του ελληνικού κράτους κατά τον πρώτο αιώνα του ελευθέρου βίου του κάλυψε ορισμένες δομικές αδυναμίες του στο βαθμό που διπλασίασε σταδιακά την έκταση και τον πληθυσμό του. Σε καμία όμως περίπτωση δεν συντελέστηκαν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην ευρύτητα και την ένταση που θα δημιουργούσαν ένα σύγχρονο, αντίστοιχο των ευρωπαϊκών, κράτος.
Είναι γεγονός πως καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι σημαντικότερες ελληνικές κοινότητες με ευμεγέθεις αστικούς πληθυσμούς διαβιούσαν εκτός του ελλαδικού κράτους. Η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός, η Βιέννη αποτελούσαν τα κέντρα ισχυρών ελληνικών κοινοτήτων. Εν αντιθέσει, η απουσία αντίστοιχης χροιάς αστικών στρωμάτων στο νεοσύστατο κράτος οδήγησε στην εμφάνιση μιας μεταπρατικής και κρατικοδίαιτης «αστικής» τάξης που λόγω υποδεέστερων ποιοτικών χαρακτηριστικών, εν σχέσει με τις ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες κι όχι μόνο, χρησιμοποιούσε το κράτος ως μέσο αυτοσυντήρησή της, αποστερούμενη εξ αυτού του γεγονότος των ουσιαστικών χαρακτηριστικών της. Η έλλειψη της εν λόγω κρίσιμης κοινωνικής τάξης αποτυπώθηκε ως υστέρηση στη βιομηχανία και γενικά στην οικονομία, στην τέχνη και φυσικά στην πολιτική. (Παναγιώτης Κονδύλης, ό.π., σελ.9-47) Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε μια μεταπρατική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, η οποία υπονομεύει μέχρι και σήμερα την πολιτική χειραφέτηση και τη θεσμική αυτοτέλεια στην Ελλάδα.
Ο μεταπρατισμός σταδιακά εξελίχθηκε σε κρατούσα αντίληψη σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου και αποτέλεσε σχετικά πρωτόγνωρο γεγονός για τον ελληνικό κόσμο. Ανέκαθεν ο ελληνισμός προσελάμβανε στοιχεία από όμορους πολιτισμικούς χώρους αλλά κατά κανόνα τα αφομοίωνε γόνιμα και ενεργητικά, και όχι άκριτα και παθητικά. Η πολιτική εξάρτηση προς τις μεγάλες δυνάμεις, αναγκαία ίσως τα πρώτα έτη του κρατικού μας βίου, έθρεψε και εν συνεχεία ανατροφοδοτήθηκε από τον μεταπρατισμό, ο οποίος έκτοτε συνιστά βασικό χαρακτηριστικό του κοινωνικού και πολιτικού μας βίου.
Αναμφισβήτητα, με όρους αξίωσης πολιτικής κυριαρχίας, μέσω της κρατικής συγκρότησης επιδιώξαμε και κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε την ιστορική μας συνέχεια, αποστερούμενοι όμως ορισμένων χαρακτηριστικών της ιδιαιτερότητάς μας και όντας στο περιθώριο κυρίως, και όχι στην πρωτοπορία της ιστορικής διαδικασίας. Η παρούσα κρίση αναμφίβολα συνιστά την κατάληξη μιας μακρόσυρτης διαδικασίας παρακμής του ελληνισμού ως φορέα ενός σημαντικότατου τρισχιλιετούς πολιτισμού. Οι διαδοχικές κρίσεις και ο τρόπος διαχείρισής τους κατέδειξε πως ως κοινωνία φιλοδοξούσαμε να επιτύχουμε διασφαλίσεις οι οποίες αντικειμενικά δεν δύνανται να παρασχεθούν, σε μόνιμη βάση και σε υπερεθνικό επίπεδο, δηλαδή κάποιος τρίτος να μας προστατεύει και να μας συντηρεί.
Η προσέγγιση του συγκαιρινού ελληνικού προβλήματος έχει αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή το ελληνικό πολιτικό-κομματικό σύστημα, Ο κομματικός μηχανισμός έγινε το μέσο πραγμάτωσης της ανάρμοστης και κοινωνικά επιζήμιας σχέσης μεταξύ λαού και πολιτικής εξουσίας. Η συγκεκριμένη εξελικτική δυναμική κατέληξε στην σταδιακή κυριαρχία του κομματικού συστήματος επί του συνόλου των κρατικών, κι όχι μόνο, θεσμών. Αναντίρρητα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, ένα διαρκώς διευρυνόμενο ποσοστό του πολιτικού προσωπικού, λειτούργησε ως ο «συλλογικός εκμαυλιστής» της κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της επιζητούσε ακόμη περισσότερο εξαχρείωση. Η πλήθυνση των προσωποποιημένων εκδοχών του εν λόγω πολιτικού προσωπικού οδήγησε στην αντίστοιχη ιδεοτυπική απεικόνισή του. Σταδιακά, επήλθε η μετάλλαξη του/της Έλληνα/δας πολίτη, ο οποίος υποστασίωνε ένα πολιτικό ον που αξιώνει ολοένα και περισσότερα δικαιώματα και ταυτοχρόνως φθίνουσες υποχρεώσεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στην Ελλάδα την κρίσιμη δεκαετία του ΄80 παρατηρήθηκε το εξής παράδοξο φαινόμενο, ενώ η χώρα έγινε μέλος της ΕΟΚ, μίας ένωσης κρατών με συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό, ο κοινωνικός μετασχηματισμός που δρομολογήθηκε εκείνη την περίοδο ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν να περιμέναμε και επιθυμούσαμε πως νικήτρια του ψυχρού πολέμου θα ήταν η Σοβιετική Ένωση. Επίσης και συναφώς δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτή η συσχέτιση των παροχών και η διαρκής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου με την αύξηση ή μη της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Η είσοδος της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν επέφερε, κατά προτεραιότητα, τον οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας αλλά δυστυχώς επιτάχυνε, μέσω των πόρων που εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία, τις προαναφερθείσες διαδικασίες κοινωνικής αποσάθρωσης. Η ένταξη της χώρας στη ευρωζώνη ενίσχυσε τις συλλογικές μας ψευδαισθήσεις και συνεχίζαμε να αξιώνουμε ακόμη περισσότερη ευημερία, ανεξαρτήτως των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, θεωρούσαμε πως η νομισματική ενοποίηση θα οδηγούσε γραμμικά στην πολιτική ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού χώρου, κατάσταση η οποία θα μας επέλυε σε μόνιμη βάση ζητήματα ασφάλειας και ευημερίας.
Αναμφισβήτητα το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο οντολογικής φύσεως αλλά καθορίζει και αλληλοεπιδρά με το θεσμικό πλαίσιο. Το βασικότερο γνώρισμα της πολύχρονης μεταπολιτευτικής πορείας της χώρας είναι η κυριαρχία των κομμάτων, κυρίως των αποκαλούμενων εξουσίας, όχι μόνο στο στίβο της πολιτικής αλλά σε όλους τους κρατικούς θεσμούς. Η δημοκρατία είναι μία δυναμική διαδικασία που οφείλει να τείνει διαρκώς προς αμεσότερες αποτυπώσεις της, φορέας της οποίας οφείλει να είναι, όσο το δυνατόν πιο αδιαμεσολάβητα, ο πολίτης και όχι ο κομματικός μηχανισμός. Το σύνταγμα με τη σημερινή του μορφή κατοχυρώνει μερικώς τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και ουσιαστικότερα τα βασικά ατομικά δικαιώματα. Κατά βάση όμως διασφαλίζει και διαιωνίζει την προνομιακή θέση των κομμάτων ως προς τη νομή της εξουσίας. Ιδιαίτερα η αναθεώρηση του 1985 επέφερε συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων στην εκτελεστική εξουσία, έναντι της νομοθετικής και δικαστικής, καθιστώντας τον πρωθυπουργό ως κυρίαρχο του πολιτικού συστήματος. Στη παρούσα μεταπολιτευτική συγκυρία έχει διαρραγεί η σχέση μεταξύ εντολέα λαού και εντολοδόχου πολιτικού συστήματος.
Η 3η ελληνική δημοκρατία παρουσιάζει ελλείψεις, ως προς τη λειτουργία της και τη διαρκή αναζήτηση όλο και αμεσότερων εκφάνσεων της δημοκρατίας συντηρώντας και αναπαράγοντας μια στατική εξεικόνισή της. Η πολυετής και πολυσχιδής κρίση είναι συνέπεια όλων αυτών των διαδικασιών που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Μια σφαιρική προσέγγιση και αποτίμηση της κρίσης προϋποθέτει πνεύμα αυτοκριτικής, ατομικά επίπονο αλλά κοινωνικά λυσιτελές, που όμως δεν συνιστά μία αρεστή προοπτική για ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου και φυσικά του πολιτικού προσωπικού.
Όσον αφορά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, έγινε αντιληπτή από την κοινωνία και τα πολιτικό σύστημα η ανάγκη για την υιοθέτηση μίας διαφορετικής προσέγγισης των εξωτερικών σχέσεων της χώρας, η οποία θα είναι σύμφυτη με το διακρατικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος αλλά και το διακυβερνητικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ρεαλιστικότερη εξωτερική πολιτική, η οποία θα βασίζεται στο πώς είναι το διεθνές και περιφερειακό σύστημα κι όχι στο πώς θα έπρεπε να είναι, θα μας βοηθήσει να εξέλθουμε από την δύσκολη συγκυρία και θα μας προστατεύσει από ανάλογες δυσάρεστες καταστάσεις στο μέλλον. Η Ελλάδα -και η Κύπρος- έχει την ανάγκη ενός νέου αφηγήματος και μίας πιο ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής που θα ενισχύσει τη θέση και το ρόλο μας και θα αποτρέψει την προοπτική η Τουρκία να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας, γεγονός που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παρουσία του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Το ελληνικό κράτος έχει ανάγκη πολύ σημαντικών τομών σε όλες τις θεσμικές του δομές, σε τέτοια ένταση και βαθμό, που εφ’ όσον συντελεστούν θα επέλθει η επανίδρυσή του. Η πρώτη και πιο καίρια μεταρρύθμιση είναι ο αποκομματισμός του κράτους, των θεσμών και της κοινωνίας. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Το ερώτημα που ανακύπτει ομοιάζει με ρητορικό: δύναται ένα σύστημα να μεταρρυθμιστεί πέραν από το σημείο που θα αλλάξει η ίδια του η φύση; Το παρόν κομματικό κατεστημένο συντηρείται από τη νοσώδη και αλυσιτελή κατάσταση η ανατροπή της οποίας προϋποθέτει την αποδόμησή του. Η προφανής ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο σύνολο των διοικητικών πτυχών του κράτους, ενώ είναι ορατή και αναγκαία από το κοινωνικό σώμα, δεν πραγματοποιούνται δηλοί του λόγου το αληθές: την απροθυμία της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης να προβεί στις απαραίτητες θεσμικές τομές που αν τις πραγματοποιήσει θα εκλείψει.
Η Ελλάδα αναντίρρητα βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη ιστορική καμπή. Στο εσωτερικό η μεταπολίτευση έκλεισε τον κύκλο της σωρεύοντας προβλήματα τα οποία ο ιστορικός του μέλλοντος θα πρέπει να ζυγίσει πολύ προσεκτικά για να αποφανθεί για την εν λόγω περίοδο. Σίγουρα το πώς θα επέλθει το οριστικό τέλος της θα βαρύνει καθοριστικά την κρίση του. Ελπίδα όλων είναι η διαδικασία να είναι όσο το δυνατόν πιο ανέφελη στο βαθμό που οι διεθνοπολιτικές συνθήκες ενέχουν κινδύνους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον τουρκικό αναθεωρητισμό, αλλά και ευκαιρίες για να εξέλθουμε της απαιτητικής περίστασης. Το πολιτικό προσωπικό παρουσιάζεται απρόθυμο να κινήσει τις ιστορικά αναγκαίες διαδικασίες που θα σημαίνουν, στη συντριπτική του πλειονότητα, το τέλος του υπογραμμίζοντας και την ύστατη ώρα την ανεπάρκεια και ιδιοτέλειά του. Το σημερινό πολιτικό σύστημα λειτουργεί ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια δρομολόγησης των αναγκαίων πολιτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, ακόμη κι αυτών που εμπίπτουν στις συνταγματικά καθορισμένες διαδικασίες.
Δυστυχώς, το όραμα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια να συγκροτήσει ένα σύγχρονο κράτος, ως διοικητικό μηχανισμό πραγμάτωσης της αξίωσης πολιτικής ανεξαρτησίας των επαναστατημένων Ελλήνων/δων και μέσο διαιώνισης του ελληνισμού, διεκόπη εξ αιτίας της δολοφονίας του από τις δυνάμεις εκείνες που επιδίωκαν έναν διαφορετικό προσανατολισμό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Η συγκαιρινή περίσταση αναδεικνύει με αρνητικό τρόπο τον επίκαιρο χαρακτήρα του ανεκπλήρωτου εγχειρήματος του Καποδίστρια. (Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος – Δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021, ό.π., σελ. 135-7) Οι παθογένειες που έχει συσσωρεύσει η μεταπολίτευση δύνανται να αποτελέσουν τα αντιπαραδείγματα της νέας συλλογικής προσπάθειας που θα κινείται στα πλαίσια μιας διαρκούς αναζήτησης πιο άμεσων δημοκρατικών διαδικασιών, κι όχι μιας στατικής και ιδεοληπτικής προσέγγισης της δημοκρατίας.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους και η πολιτική μετεξέλιξη της κοινωνίας είναι αναγκαίες για την αναστροφή της παρακμιακής πορείας του ελληνισμού, ως τρόπος οργάνωσης και νοηματοδότησης του ανθρωπίνου βίου που ίσως να ενδιαφέρει, ξανά, πανανθρώπινα. (Χρήστος Γιανναράς, Η παρακμή ως πρόκληση, Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1998) Αν στις αρχές του 19ου αιώνα για να υπάρξει ελληνικό κράτος επιλέγει ο νεωτερικός προσδιορισμός του ελληνισμού, στην τωρινή συγκυρία η θεσμική μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την ιστορική του συνέχεια.
*Το παρόν κείμενο βασίζεται σε προγενέστερη δημοσίευση με τίτλο: Αν η καθεστηκυία πολιτική τάξη προβεί στις απαραίτητες θεσμικές τομές, θα εκλείψει, στο περιοδικό «Νέα Πολιτική», Παπαζήσης, τ. 16ο , Σεπ.- Οκτ 2015, σελ. 79-82.