Της Σταυρούλας Διονυσοπούλου, υποψήφια Διδάκτωρ Φιλολογίας
Εν μέσω δεινών και πρωτόγνωρων για τον σύγχρονο άνθρωπο κακουχιών που μαστίζουν την υπό διαμόρφωση παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, καλούμαστε να εορτάσουμε την απελευθέρωση του πολύπαθου ελληνικού γένους από την μακραίωνη υποδούλωση και να τιμήσουμε κατά το δέον τους απολυτρωτές του. Εκείνοι, αφού έλαβαν το μήνυμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ενατένισαν το ιστορικό χρέος που έμελλε να αναλάβουν, με αποτέλεσμα, χάρις στην αγέρωχη στάση τους και την δίψα τους για ανεξαρτησία, να διεκδικήσουν και να επιτύχουν την ιστορική αποκοπή από τον οθωμανικό ζυγό, χαράσσοντας μια νέα πορεία για τον από τις στάχτες του επανορθωμένο πλέον Έλληνα.
α) Το προπαρασκευαστικό στάδιο
Το αίσθημα της ελευθερίας, αφού γονιμοποιήθηκε από τα περιβάλλοντα ερεθίσματα, αφύπνισε την ελληνική ψυχή ώστε για ακόμη μια φορά να διεκδικήσει σε έναν αγώνα άνισο, ωστόσο δίκαιο, την γη των προγόνων της. Οι αποτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος, με ύστατη τα Ορλωφικά (1770), δεν ήταν δυνατό να καταπνίξουν το πάγιο αίτημα της απελευθερώσεως· απεναντίας, η έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου (1774) συνέβαλε στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών και την πραγματοποίηση των απαιτούμενων ζυμώσεων για την ευόδωση ενός νέου εγχειρήματος, με τον ελληνικό λαό να γνέφει εν τέλει θετικά στο κατοπινό κάλεσμα του Ρήγα Βελεστινλή (Θούριος, 1797).
Η οργάνωση της επαναστάσεως δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό όφειλε να είναι κυρίως μεθοδική. Χρειάστηκαν επτά χρόνια μυστικής δράσης από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (1814) μέχρι να συσπειρωθούν δυνάμεις που θα επέτρεπαν το πολυπόθητο, αλλά άνευ λογικής υποστάσεως, εν συγκρίσει με την δύναμη του κατακτητή, διάβημα της επαναστάσεως. Σκουφάς, Τσακάλωφ, Ξάνθος και Αναγνωστόπουλος υπερέβην εαυτόν επιτυγχάνοντας το θαύμα υπό το τέχνασμα της λεγομένης «Αοράτου Αρχής», που πήρε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, με τον τελευταίο να προκηρύσσει το «μάχου ὑπέρ πατρίδος καὶ πίστεως» τον Φεβρουάριο του 1821 στην Μολδοβλαχία. Ο μίτος τελικά που θα οδηγούσε στην λευτεριά, αποδείχτηκε πως δεν ήταν παρά η εύρεση των πατριωτών που μετά όρκου θα αφιέρωναν την ζωή τους στον σκοπό αυτό.
β) H έκρηξη της επαναστάσεως
Χάρις στην αδήριτη ανάγκη για ανεξαρτησία, ο ελληνικός λαός είδε τελικά τον Μάρτη του ’21, το όνειρο να υλοποιείται, αφού οπλισμένος με θάρρος και απαλλαγμένος από κάθε δισταγμό ρίχτηκε ολοκληρωτικά στην μάχη για την ελευθερία. Το βάπτισμα της επαναστάσεως στον ελλαδικό χώρο, έμελλε να πραγματωθεί στον Μοριά, καθώς επαναστατικές κινήσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως στην Αχαΐα και την Μεσσηνία, συναποτελώντας τις αφετηρίες του Αγώνος. Τα σήμαντρα δεν άργησαν να χτυπήσουν χαρμόσυνα· άμα τη ενάρξει της επαναστάσεως επετεύχθη η απελευθέρωση της Καλαμάτας.
Εν συνεχεία, οι νίκες στο Λεβίδι και στο Βαλτέτσι, που τιμήθηκαν δεόντως από την δημώδη μούσα, αποδείχτηκαν καίριες, αφενός, διότι ανύψωσαν το ηθικό των αγωνιζομένων, και αφετέρου, διότι δημιούργησαν ολοταχώς ευνοϊκές συνθήκες για την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του επικοινωνιακού κόμβου και στρατιωτικού – οικονομικού κέντρου της Πελοποννήσου. Κατόπιν πολύμηνης πολιορκίας και ενώ μεσολάβησε η αποφασιστικής σημασίας μάχη της Γράνας, η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς επετεύχθη μετά πολλών βιαιοπραγιών στις 23 Σεπτεμβρίου, σημαίνοντας την εδραίωση της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, δικαιώνοντας τον Κολοκοτρώνη εκ του αποτελέσματος και διανοίγοντας τον δρόμο προς την συγκρότηση κεντρικής διοικήσεως μέσω της πρώτης Εθνοσυνελεύσεως.
H επανάσταση, βεβαίως, δεν περιορίστηκε στην Νότια Ελλάδα· αντιθέτως έως τις αρχές του καλοκαιριού συντελέστηκαν ξεσηκωμοί σε πλειάδα ελληνικών τόπων, από την Κρήτη έως την Χαλκιδική. Σχεδόν ταυτοχρόνως με τον πρωτοστάτη Μοριά εντάχθηκε στον Αγώνα η ανατολική Ρούμελη· η πρώτη εξέγερση σημειώθηκε επιτυχώς στην Φωκίδα με την απελευθέρωση των Σαλώνων, ακολούθησαν οι νικηφόρες επιχειρήσεις στην Λειβαδιά, ενώ η επανάσταση επεκτάθηκε στην Θήβα και την Αττική. Με γοργούς ρυθμούς εντάχθηκαν στον Αγώνα – παρά τις επιφυλάξεις – και τα νησιά του Αιγαίου, η περίφημη ναυτική ισχύς των οποίων αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση και καταλύτη για την πορεία του ξεσηκωμού, με δεσπόζουσες δυνάμεις την Ύδρα, τις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Κάσο. Αν και τα υπάρχοντα πλοία δεν ήταν καμωμένα για πολεμικές επιχειρήσεις και τα κανόνια που διέθεταν προς απόκρουση των πειρατών δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να θεωρηθούν επαρκή, πολλώ δε μάλλον εν συγκρίσει με τα οθωμανικά, η συμμετοχή τους ήταν ζωτικής σημασίας και λειτούργησε λυτρωτικά. Πρώτη επιτυχία του ναυτικού αποτέλεσε η πυρπόληση ενός δίκροτου από τον Δημήτριο Παπανικολή στην Ερεσό της Λέσβου (27 Μαΐου). Αξιοσημείωτη είναι η προσφορά της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, η οποία συνέβαλε όχι μόνο οικονομικά αλλά και έμπρακτα στον Αγώνα ως καπετάνισσα, αποτελώντας ένα φαινόμενο γυναικείας δυναμικότητος για τα δεδομένα της εποχής.
Και των Ηρώων το καύχημα στη δόξα του Κυρίου,
Κωστής Παλαμάς, Λαμιακά επιγράμματα
Θανάση Διάκο σ’ έφερε ο δαρμός του μαρτυρίου.
Και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα.
Οι δράσεις των Ελλήνων, ωστόσο, δεν έμειναν αλώβητες. Την οργή του για τον ξεσηκωμό των Ρωμιών ξέσπασε ο σουλτάνος, κατ’ αρχάς, στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος, αν και πρωτύτερα είχε αποκηρύξει την επανάσταση, συνελήφθη και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου προς παραδειγματισμό (10 Απριλίου). Ως αντίποινα μπορεί να θεωρηθεί και η καταστροφή των Κυδωνίων τον Ιούνιο, που επέτεινε το πρώτο κύμα προσφύγων προς τα επαναστατημένα εδάφη, ανοίγοντας ένα κεφάλαιο που θα ταλανίσει τον Ελληνισμό για πάνω από έναν αιώνα.
Λίγες μέρες αργότερα η αποτυχία στην μάχη της Αλαμάνας θα σκορπίσει θλίψη· ο Ησαΐας Σαλώνων θα βρει τον θάνατο στην Χαλκωμάτα, ενώ κατόπιν θα καρατομηθεί μαζί με άλλους νεκρούς· ο Αθανάσιος Διάκος, που συνελήφθη ζωντανός στην Αλαμάνα, μετά την άρνηση του να παραταχθεί με τον Ομέρ Βρυώνη, θα καταστεί σύμβολο δια του μαρτυρικού θανάτου του με ανασκολοπισμό. Τα κατά την παράδοση τελευταία λόγια του Διάκου «Για ιδές μωρέ καιρό που διάλεξε, ο Χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι» ηχούν ακόμη και σήμερα σπαραχτικά στις ψυχές των Ελλήνων. Ο επακόλουθος θρίαμβος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο χάνι της Γραβιάς επέτυχε την δικαίωση των πεσόντων, ενώ συνάμα απέτρεψε την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Σύμμαχος των επαναστατούντων στάθηκε η κατά συγκυρία εξέγερση του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, καθώς συνέβαλε ουσιαστικά στην διάσπαση των οθωμανικών δυνάμεων. Επιπλέον, τα γεγονότα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, παρά την θλιβερή τους έκβαση (ήττα στο Δραγατσάνι, γεγονότα στην Μονή Σέκου), που συνοδεύτηκε από τον χαμό των περισσοτέρων Ιερολοχιτών, λειτούργησαν εν τέλει ως αντιπερισπασμός ώστε να ευοδωθεί η επανάσταση στην Πελοπόννησο. Είναι σαφές ότι η διαχείριση των πολλαπλών αυτών μετώπων κατέστη δυσχερής για τον σουλτάνο. Η Ιερή Συμμαχία, από την άλλη πλευρά, η οποία απέβλεπε στην καταστολή κάθε επαναστατικού κινήματος προς υπεράσπιση «πάσης νομίμου εξουσίας» με πρωτοστάτη τον Μέττερνιχ, αν και αποκήρυξε την ελληνική επανάσταση στο Συνέδριο του Λάυμπαχ (Ιανουάριος – Μάιος 1821), στην πράξη υιοθέτησε την τακτική της ουδετερότητας. Χάρις στην διπλωματική αγχίνοια του Καποδίστρια, επετεύχθη το ζητούμενο για την συνέχιση του Αγώνος, δεδομένου του επικρατούντος δυσμενούς κλίματος έναντι τέτοιων ενεργειών από το Συνέδριο της Βιέννης (1815) και εξής.
γ) Η εδραίωση της επαναστάσεως
Από την έναρξη της επαναστάσεως είχε γίνει αντιληπτή η ανάγκη θέσπισης διοικήσεως που θα αναλάμβανε την προώθηση του Αγώνος υλικά και διπλωματικά· για τον λόγο αυτόν συστάθηκαν Αρχές (λ.χ. Μεσσηνιακή Σύγκλητος, Αχαϊκό Διευθυντήριο, Πελοποννησιακή Γερουσία κ.α.) σε τοπικό και κατόπιν σε περιφερειακό επίπεδο υπό των προεστών, οι οποίοι διεκδίκησαν σταθερά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά ζητήματα, παραγκωνίζοντας σταδιακά τους στρατιωτικούς ηγέτες από την εξουσία, ενώ σε επικρατούσα πολιτική προσωπικότητα αναδείχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οι αποφάσεις της Α΄ Εθνοσυνελεύσεως (Επίδαυρος, 20 Δεκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822) κινήθηκαν σαφώς προς αυτήν την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να διαφανούν τα πρώτα σημάδια του επικείμενου διχασμού. Κατά την εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ορίστηκε το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», το οποίο εμφορούνταν από τα ιδεώδη των γαλλικών συνταγμάτων και του αμερικανικού (τέλη 18ου αι.), καθώς διέθετε αντιαπολυταρχικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, θεσπίστηκε η από κοινού λειτουργία δύο διοικητικών οργάνων, του εκτελεστικού και του βουλευτικού, ενώ η δικαιοσύνη ορίστηκε ανεξάρτητη. Επικρατούν θρήσκευμα ανακηρύχθηκε «ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία», κηρύσσοντας, ωστόσο, την ανεξιθρησκία και την ελευθερία της λατρείας.
Τον Μάρτιο του 1822, παρά τους δικαιολογημένους δισταγμούς του προηγούμενου έτους, αποφασίστηκε άκαιρα η επανάσταση της Χίου υπό τον Αντώνη Μπουρνιά. Η ελλιπής οργάνωση της κινήσεως αντανακλάστηκε στην θλιβερή έκβασή της που συγκλόνισε συθέμελα όχι μόνο τον ελληνισμό, αλλά και τον δυτικό κόσμο ενδυναμώνοντας το φιλελληνικό κίνημα. Ο Καρά Αλή, αφού κατέστειλε την εξέγερση, εξαπάτησε τους Χιώτες υπό το πρόσχημα της χορήγησης αμνηστίας, οι οποίοι, αφού πείστηκαν να επιστρέψουν στις οικείες τους, ήρθαν αντιμέτωποι με το ανήλεο μένος του. Δεκάδες χιλιάδων αμάχου πληθυσμού σφάχθηκαν, ποτίζοντας με το αίμα τους έναν έως πρότινος ευημερούντα τόπο. Η αντίδραση από την ελληνική πλευρά δεν άργησε να φανεί· ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπόλησε αιφνιδίως την νύχτα της 6ης Ιουνίου μια τουρκική ναυαρχίδα, με αποτέλεσμα σχεδόν το σύνολο του πληρώματος, αλλά και ο Καρά Αλή να χαθούν. Η επιτυχία αυτή δικαίως έλκυσε τον θαυμασμό προς το πρόσωπό του Κανάρη.
Μετά την νίκη επί του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, οι στρατοί του Κιουταχή και του Δράμαλη στράφηκαν προς την ελληνική επανάσταση, σημειώνοντας επιτυχίες χωρίς όμως να μπορέσουν να ανακόψουν την πορεία της. Η ήττα των Ελλήνων στην μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) έδωσε ώθηση στον Κιουταχή, ενώ αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα για τις στρατιωτικές βλέψεις του Μαυροκορδάτου. Το κόστος της επέτεινε ο χαμός των φιλελλήνων πολεμιστών που είχαν συμμετάσχει στην μάχη, αλλά και η συνθηκολόγηση στην οποία αναγκάστηκαν να προβούν οι πολιορκημένοι στην Κιάφα Σουλιώτες (28 Ιουλίου), που συνεπαγόταν την μετάβασή τους στα Επτάνησα. Η κατοπινή αποτυχημένη επιχείρηση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (Νοέμβριος – Δεκέμβριος) από τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή, ανέστειλε τα σχέδιά τους.
Ο Δράμαλης από την άλλη, αν και μετέβη από την Ρούμελη στην Πελοπόννησο αλώβητος και σκορπίζοντας τον τρόμο λόγω του αναρίθμητου στρατεύματος που έφερε, φάνηκε ανίσχυρος όταν ήλθε αντιμέτωπος με την στρατιωτική ιδιοφυΐα του Κολοκοτρώνη. Ο τελευταίος αφενός με την τακτική της καμένης γης που εφάρμοσε, δημιούργησε έντονο επισιτιστικό πρόβλημα στους αντιπάλους, το οποίο επέτεινε η υπάρχουσα λειψυδρία και αφετέρου με την κατάληψη της Λάρισας του Άργους, απέσπασε την προσοχή του Δράμαλη, ο οποίος αφοσιώθηκε εσφαλμένα στην πολιορκία της, την ώρα που ο Γέρος του Μοριά κέρδιζε πολύτιμο χρόνο για την οργάνωση των δυνάμεων του. Αποτέλεσμα ήταν ο αποκλεισμός του Δράμαλη, αφήνοντάς του ως μοναδική λύση την επιστροφή στην Κόρινθο.
Ο Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας καλά την δεινή θέση του αντιπάλου, δεν έλαβε υπ’ όψιν του την πληροφόρηση για μετάβασή του στην Τριπολιτσά και παρά την διαφωνία που εξέφρασαν κάποιοι οπλαρχηγοί, έστησε ενέδρα στον εχθρό στο στενό των Δερβενακίων και του Αγίου Σώστη, διαλύοντάς τον κυριολεκτικά την 26η Ιουλίου. Δύο μέρες αργότερα η στρατιά του Δράμαλη ηττήθηκε ξανά στην μάχη του Αγιονορίου υπό την αρχηγία του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα. Οι μεταγενέστερες προσπάθειες για ανεφοδιασμό των επιζώντων στην Κόρινθο δεν ήταν επιτυχής, ο λιμός και ο λοιμός που εμφανίστηκε τους εξαθλίωσε, οδηγώντας στον θάνατο ακόμη και τον ίδιο τον Δράμαλη τον Οκτώβριο 1822. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παρά τις προσπάθειες υποσκελισμού που είχε ήδη δεχθεί πριν από ένα μήνα από τους Έλληνες πολιτικούς κατά την πολιορκία της Πάτρας, επέτυχε για ακόμη μια φορά να σώσει την Πελοπόννησο κερδίζοντας τις επευφημίες των Ελλήνων ἐς αἰεί.
Ο Καποδίστριας, αφού αντιλήφθηκε την εύνοια του ρώσου αυτοκράτορα στην προσκείμενη στον Μέττερνιχ πολιτική του Νέσελροντ και την συνεπαγόμενη διάσταση των απόψεων τους, αποφάσισε να παραιτηθεί από το αξίωμα του υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας. Τον Αύγουστο του 1822 έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του και εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, απ’ όπου προσπάθησε να υποστηρίζει την επανάσταση με άλλους τρόπους. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε η κατά την ίδια περίοδο ανάληψη του υπουργείου εξωτερικών της Αγγλίας από τον Γεώργιο Κάνιγκ, ο οποίος θα αντιστεκόταν στην εφαρμογή της πολιτικής του Μέττερνιχ. Στο Συνέδριο της Βερόνας που ακολούθησε απεφασίσθη για ακόμη μια φορά η πολιτική της ουδετερότητας απέναντι στην ελληνική επανάσταση, χωρίς όμως το ζήτημα να κλείσει διπλωματικά. Τον Ιανουάριο του 1822 είχε σημειωθεί και η πρώτη αναγνώριση του δικαίου του ελληνικού Αγώνος από την Αϊτινή Δημοκρατία υπό την προεδρεία του Jean Pierre Boyer.
δ) Προς τον διχασμό
Το επόμενο έτος αποτέλεσε σταθμό για την φθίνουσα πορεία της επαναστάσεως που σημειώθηκε από το 1824 και εξής· οι πολιτικές εξελίξεις άρχισαν να επισκιάζουν τον αγώνα για την ελευθερία, απ’ όταν το μικρόβιο του διχασμού μόλυνε τις ψυχές των Ελλήνων. Προπαρασκευαστικό στάδιο μπορεί να θεωρηθεί η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823), όπου συναντάται η σαφής διάκριση μεταξύ προκρίτων και κλεφτοκαπεταναίων, συνιστώντας κατ’ ουσίαν δύο αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς με αντικρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις. Η παλαιά άρχουσα τάξη των προεστών διεκδικούσε την εδραίωση της θέσεώς της στην πολιτική, θεωρώντας μέγιστη απειλή προς τα συμφέροντά της την συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των στρατιωτικών – ιδίως του Κολοκοτρώνη – που ήταν αποτέλεσμα των επιτυχιών τους στο πεδίο της μάχης και συνεπαγόταν το δικαίωμα διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους τους. Οι κινήσεις των πολιτικών προ της Εθνοσυνελεύσεως καθόρισαν τις εξελίξεις, καθώς επέτυχαν η πλειοψηφία των παραστατών να είναι δικών τους συμφερόντων.
Το αναθεωρημένο σύνταγμα της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, που ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», διατήρησε τις βασικές αρχές του προηγούμενου και ενίσχυσε μερικά σημεία κυρίως σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα. Σημαντική για την κατεύθυνση που είχε ήδη λάβει το πολιτικό σκηνικό ήταν η κατάργηση της αρχιστρατηγίας που είχε απονεμηθεί στον Κολοκοτρώνη και των τριών Γερουσιών (Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, Δυτικής και Πελοποννήσου), ενώ νέα τροπή θα έδινε η ενίσχυση του βουλευτικού. Το νέο Σύνταγμα προέβλεπε, επίσης, την αποζημίωση όλων όσοι κάλυψαν τις χρηματικές ανάγκες της επαναστάσεως. Η προς όφελος των προκρίτων πρόταση εκποιήσεως εθνικών γαιών τελικά απετράπη κατόπιν οξέων αντιδράσεων.
ε) Τα δάνεια του Αγώνα
Κατά το αυτό έτος σε μείζον ζήτημα αναδείχτηκε η οικονομική κάλυψη της επαναστάσεως, διότι τα αποθέματα των ευπόρων Ελλήνων, που συνιστούσαν το βασικότερο οικονομικό έρεισμα, είχαν ήδη εξολοκλήρου θυσιαστεί. Οι εισφορές που θεσπίστηκαν, τα λάφυρα και η ενίσχυση των φιλελλήνων, αν και ήταν βοηθητικά, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή· για τον λόγο αυτόν, η αναζήτηση δανειοδότησης από αγγλικές τράπεζες αντιμετωπίστηκε ως μονόδρομος για την διοίκηση. Παρά τους επαχθείς όρους των δύο δανείων που συνάφθηκαν το 1824 και το 1825 – σημειώνεται ότι εκ των 2.800.000 λιρών ονομαστικού κεφαλαίου, 1.582.000 λίρες ήταν το καθαρό ποσό, το οποίο ανήλθε τελικά σε 1.114.700 λίρες λόγω των προκαταβλητέων φόρων και χρεολυσίων – , το γεγονός ότι υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες αναγνώριζε στην πράξη το δίκαιο της επαναστάσεως και την πίστη στην επιτυχή της έκβαση, η οποία συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εξόφληση των αγγλικών τραπεζικών οίκων.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Finlay George, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2009.
Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, Αθήνα 1975.
Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2007.